- στεγνοποιώ
- -έω, Α1. κατασκευάζω στέγαστρα, παραπήγματα2. προκαλώ δυσκοιλιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνός + -ποιῶ (< -ποιός*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
στεγνοποίησις — ήσεως, ἡ, Α [στεγνοποιῶ] η πρόκληση δυσκοιλιότητας … Dictionary of Greek
στεγνοποιΐα — ἡ, Α [στεγνοποιῶ] η κατασκευή στεγασμένων καλυβιών … Dictionary of Greek